- προαιώνιος
- -α, -ο / προαιώνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ1. (κυρίως για τον θεό) αυτός που υπάρχει πριν από τους αιώνες2. μτφ. αυτός που υπήρχε ανέκαθεν πανάρχαιος, παμπάλαιος («προαιώνιος εχθρός»).επίρρ...προαιωνίως ΝΜΑ και προαιώνια Νπριν από τους αιώνες, πολύ παλαιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + αἰώνιος (πρβλ. δι-αιώνιος, υπερ-αιώνιος)].
Dictionary of Greek. 2013.